Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι

Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε πάνω στα βουνά ένας άγριος ληστής. Ο ληστής αυτός ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλης της περιοχής.
Ήταν γιγαντόσωμος, μαυριδερός και πυκνά γένια σκέπαζαν όλο του το πρόσωπο και του έδιναν μια αγριωπή όψη. Στα άγρια μάτια του καθρεπτιζόταν η σκληρότητα της καρδιάς του.
Πολλές φορές κατέβαινε στις κοντινές πόλεις κι έκλεβε διάφορα τρόφιμα, κοσμήματα και πολύτιμα αντικείμενα. Άλλοτε έστηνε καρτέρι σε ανυποψίαστους διαβάτες, έκλεβε ό,τι κουβαλούσαν πάνω τους κι αν του αντιστέκονταν δεν δίσταζε να τους σκοτώση. Ήταν ένας άγριος και πολύ κακός ληστής! Τις νύχτες οι άνθρωποι νωρίς-νωρίς κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους και δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους.

Κάποτε λοιπόν ο ληστής αυτός, καθώς περιπλανιόταν αναζητώντας νέα θύματα, έχασε το δρόμο του και βρέθηκε στην έρημο. Ένα απέραντο σεντόνι από άμμο απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά. Ο ήλιος με τις καυτερές του ακτίνες έκαιγε τον τόπο. Απότομοι και κοφτεροί βράχοι στραφτάλιζαν στο καθρέπτισμα των ακτίνων του.
Έντονη δίψα ξέραινε τα χείλη του ληστή και έκαιγε τα σωθικά του. Πόσο επιθυμούσε μια σταγόνα δροσιάς! Τον κυρίευσε απελπισία.
Και ξαφνικά, ενώ σερνόταν από την κούραση και την εξάντληση πάνω στην καυτή άμμο, διακρίνει από μακριά μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε μια χαράδρα. Μέσα του φτερούγισε η ελπίδα. Συγκεντρώνει όσες δυνάμεις τού απόμειναν και πλησιάζει προς τα εκεί. Ένα μικροκαμωμένο γεροντάκι, σχεδόν ρακένδυτο, κρατούσε στα χέρια του ένα τσίγκινο ποτήρι και περίμενε υπομονετικά ώρες και ώρες να το γεμίση με νερό από τις στάλες που έπεφταν από το σφιχταγκάλιασμα δυο βράχων.
Παραξενεύτηκε ο ληστής∙ τι γύρευε το γεροντάκι σ’ αυτή την ερημιά όπου μόνο άγρια θηρία συναντούσε κανείς;
- Γέρο, γρήγορα, του λέει, δωσ’ μου το νερό σου να το πιω, αλλιώς τη χάνεις τη ζωή σου.
- Μετά χαράς, παιδί μου, του λέει ο γέροντας και του προσφέρει πρόθυμα το κύπελλο. Το πίνει μονομιάς ο ληστής και, αφού ξεδίψασε, κοιτάζει εξεταστικά το γέρο.
- Καλά, του λέει, τι κάνεις εσύ εδώ μονάχος μες στην ερημιά, χωρίς νερό, χωρίς ανθρώπους; Δε φοβάσαι τα άγρια θηρία; Τόσες πόλεις υπάρχουν εδώ τριγύρω, μες στην ερημιά διάλεξες να μείνης, γέρος άνθρωπος;
- Για την αγάπη του Χριστού, παιδί μου, του απάντησε ο γέροντας.
Απόρησε ο ληστής και μια ταραχή τον συνεπήρε, καθώς ένοιωσε το γαλήνιο βλέμμα τού γέροντα να τον διαπερνά ολόκληρο.
- Πάμε στην καλύβα σου, του λέει, θέλω να μου δώσης όλα τα υπάρχοντά σου.
- Πάμε, παιδί μου, απαντάει πρόθυμα ο γέροντας.
Προχώρησαν αρκετή ώρα μέσα στην ανυπόφορη ζέστη.
- Πάρε παιδί μου, ό,τι θέλεις, του λέει ο γέροντας, μόλις έφτασαν στην καλύβα του.
Τάχασε ο ληστής. Πρώτη φορά τού έλεγαν να κλέψη ό,τι επιθυμούσε. Τι να κλέψη όμως από την καλύβα του παππούλη; Δεν είχε σχεδόν τίποτα. Ένα μισοτελειωμένο καλάθι, το εργόχειρό του, ένα παμπάλαιο, φθαρμένο από τη χρήση βιβλίο για τις προσευχές του, ένα κομποσχοίνι κρεμασμένο στον τοίχο και το τσίγκινο ποτήρι του. Αυτά ήταν όλη κι όλη η περιουσία του!
- Γέρο, είσαι πολύ φτωχός, του λέει.
- Για την αγάπη του Χριστού, παιδί μου.
Τώρα ήταν που απόρησε για τα καλά ο ληστής. Ποια ήταν αυτή η αγάπη του Χριστού για την οποία ο γέροντας υπομένει τόσες στερήσεις; Σίγουρα θάναι καμιά βασίλισσα κι αν μείνη μαζί του ίσως καταφέρη να βγάλη κάποιο κέρδος για τον εαυτό του.
Ο γέροντας όλη τη νύχτα ξαγρυπνούσε, προσευχόταν κι έκανε μετάνοιες. Ο ληστής έκανε πως κοιμόταν και τον παρακολουθούσε. Πολλές φορές τον έβλεπε να κλαίη και τότε το χλωμό του πρόσωπο έλαμπε.
Τη μέρα καθώς του μάθαινε να πλέκη καλάθια, ο γέρος σιγομουρμούριζε μια προσευχή που άρχισε να σκορπίζη σιγά-σιγά μια παράξενη γαλήνη στην ψυχή του ληστή. Ο γέροντας έτρωγε μόνο μια φορά τη μέρα, κατά τη δύση του ήλιου, ξερό ψωμί και άγρια χόρτα. Κατά το βραδάκι, μόλις άρχιζε να πέφτη η μέρα, καθόταν έξω από την καλύβα του και τότε άγρια θηρία τον πλησίαζαν κι αυτός τα χάιδευε.
Πρώτη φορά έβλεπε ο ληστής τέτοιο θέαμα, τέτοιον άνθρωπο! Το πρόσωπό του άρχισε να ημερώνη, η πέτρινη καρδιά του να μαλακώνη. Και μια μέρα δεν άντεξε άλλο και ρώτησε το γέροντα, ποια ήταν αυτή η αγάπη του Χριστού που για χάρη της ζούσε αυτή τη ζωή.
Κι ο γέροντας με το καθαρό βλέμμα που κοιτούσε πέρα μακριά, πιο μακριά κι από τον ορίζοντα και ξεσκέπαζε τα μυστικά κάθε καρδιάς, του εξήγησε πως η αγάπη του Χριστού έκανε τη φύση, τα μικρά και τα μεγάλα ζώα, την ομορφιά της μέρας και τη γαλήνη της νύχτας. Έκανε τον άνθρωπο, σταυρώθηκε από αγάπη γι’ αυτόν. Κι ίδιος δεν είναι παρά ένας φτωχός δούλος του Θεού, που το μόνο που μπορεί να κάνη χάριν αυτής της αγάπης είναι να στερηθή λίγα πράγματα πάνω στη γη.
Συγκινήθηκε ο ληστής. Κανείς δεν του ‘χε μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Τώρα έβλεπε τη ζωή και τους ανθρώπους διαφορετικά. Ένοιωσε αυτήν την αγάπη του Χριστού να σταλάζη πάνω στην πέτρινη καρδιά του. Ζήτησε από τον γέροντα να μείνη κοντά του, ν’ αλλάξη ζωή, να τον βοηθήση να γίνη κι αυτός ένας δούλος του Χριστού.
Συγχρόνως όμως σκέψεις αμφιβολίας κατέκλυσαν την καρδιά του. Πώς μπορούσε να γίνη αυτό; Θα δεχόταν ο Χριστός για δούλο Του κάποιον που, όπως αυτός, είχε κλέψει ξένο βιος, είχε ρημάξει τόσα σπιτικά και είχε αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές; Τι έπρεπε να κάνη;
Ο γέροντας τον κοίταξε κατάματα και με σιγουριά τού είπε: Όλους τους δέχεται ο Χριστός! Και ‘σένα θα σε δεχτή, αρκεί πρώτα να τακτοποιήσης αυτά που του χρωστάς, να ξεχρεώσης τις αμαρτίες σου.
- Πώς μπορεί όμως να γίνη αυτό; ρώτησε με αγωνία ο ληστής.
- Αυτό που ζητάει από ‘σένα ο Χριστός, είναι να βρης και να του προσφέρης το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι!
- Μα αυτό είναι πολύ απλό! φώναξε ανακουφισμένος ο ληστής και ο νους του πήγε στους θησαυρούς που είχε κρυμμένους στη σπηλιά του, με τους οποίους θα μπορούσε ν’ αγοράση ό,τι επιθυμούσε.
Την άλλη μέρα κιόλας, πρωί-πρωί, ο πρώην ληστής έβαλε το δισάκι του με τα απαραίτητα στον ώμο, χαιρέτησε το γέροντα και ξεκίνησε να φέρη σε πέρας το σκοπό του. Φτερά έβαλε στα πόδια του!
Γύρισε πολιτείες και χωριά, ταξίδεψε σε μέρη άγνωστα, πέρα μακριά από τη θάλασσα, έφτασε στα πέρατα της γης. Με τα χρήματα που είχε μπορούσε να αγοράση ό,τι ήθελε, μα αυτός επιθυμούσε ν’ αγοράση το μεγαλύτερο μαργαριτάρι.
Τέλος, βρήκε ένα μαργαριτάρι ίσο με το μέγεθος ενός φουντουκιού, το αγόρασε δίνοντας όλα του τα υπάρχοντα και χαρούμενος γύρισε στο γέροντα.
Ο γέροντας τον κοίταξε καλά-καλά και του είπε: «Ευλογημένε, αυτό είναι ένα κοινό μαργαριτάρι, δεν είναι το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι!»
Τώρα τι να κάνη ο ληστής; Απογοητευμένος πήρε ξανά τους δρόμους. Διέσχισε τις πιο μακρινές πολιτείες, πέρασε ωκεανούς, γνώρισε λογής-λογής ανθρώπους, ρώτησε τους σοφούς της γης, μα κανείς δεν ήξερε να του πη, κανείς δεν είχε δη πού βρισκόταν το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι.

Τα χρόνια περνούσαν, οι εποχές άλλαζαν, τα μαλλιά του άσπρισαν, τα πόδια του κουράστηκαν. Απελπισμένος πως ποτέ δεν θα ‘βρισκε αυτό που γύρευε, ωδήγησε πάλι τα βαριά του βήματα στο καλύβι του γέροντα.
- Γέροντα, φωνάζει, γέροντα, πού είσαι; Μα απάντηση δεν πήρε καμιά.
Χορταριασμένη η αυλή, έρημο το καλυβάκι και πιο έρημη η ψυχή του ληστή. Και δίπλα, παραμελημένο το μνήμα του γέροντα μ’ έναν ξύλινο σταυρό που έγραφε: «Εδώ αναπαύεται ο δούλος του Χριστού Μακάριος».

Ράγισε η καρδιά του ληστή! Κάθισε κοντά στο μνήμα του γέροντα κι ένοιωσε μοναξιά και θλίψη να τον κυριεύουν. Με μιας ήρθε στο νου του όλη του η ζωή. Νοστάλγησε τις ειρηνικές στιγμές που έζησε μαζί με το γέροντα, το γαλήνιο βλέμμα του, την αστείρευτη αγάπη του. Τώρα σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Χριστού που τόσο αγάπησε και θα απολαμβάνη όλα τα αγαθά που στερήθηκε εδώ στη γη. Με τον ίδιο όμως τι θα γίνη, που δεν μπόρεσε με το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι να ξεχρεώση τις αμαρτίες του; Γιατί να έχη κάνει τόσο κακό; Πόσο πίκρανε το Χριστό! Δεν υπάρχει πια γι’ αυτόν σωτηρία, είναι απελπισμένος από την αγάπη Του, καταδικασμένος.
Και τότε, από τα κουρασμένα του μάτια κύλησε πάνω στην παλάμη του ένα πύρινο δάκρυ. Ένα μοναδικό, πολύτιμο δάκρυ! Κάνει με το μανίκι του να σκουπίση το δάκρυ και… τι να δη! Έλαμπε μέσα στη χούφτα του ένα ξεχωριστό μαργαριτάρι! Ήταν το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι! Ήταν το δάκρυ της μετάνοιας.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Χριστουγεννιάτικο αντιπαραμύθι

Μια φορά και κάθε καιρό είναι ο Θεός. Από κάποτε είναι και οι άνθρωποι. Οι αναφορές όμως που έρχονται από τη γη για την κατάσταση των ανθρώπων όλο και χειροτερεύουν. Το ανθρώπινο γένος πάει από το κακό στο χειρότερο, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Θεού με τους διάφορους αντιπροσώπους που από καιρό σε καιρό στέλνει για να τους συνεφέρει.

Μπροστά στην έκρυθμη αυτή κατάσταση η Αγία Τριάδα συνεδριάζει. Αποφασίζει ν’ ακούσει και τις απόψεις των ανθρώπων πάνω στο θέμα και να συζητήσει προτάσεις τους για την αντιμετώπιση του αδιεξόδου.

Σε λίγες μέρες φθάνει ως εκπρόσωπος της ανθρωπότητας μια διακεκριμένη προσωπικότητα, ένας σοφός Σύμβουλος του Αυτοκράτορα που διατηρούσε μεγάλο κύρος ανάμεσα στους ανθρώπους. Κολακευμένος από την προτίμηση δεν άργησε να πάρει θάρρος και να διατυπώσει τις απόψεις του για τη λύση του προβλήματος.

-Προτείνω να ληφθούν δραστικά μέτρα.
-Σαν ποια;
-Να σταλούν άγγελοι με πύρινες ρομφαίες για να συνετίσουν τους ανθρώπους.
-Μα τότε πού πάει η ελευθερία τους;
-Μπροστά στο καλό που θα γίνει, δε βλάφτει να τη στερηθούν προσωρινά.
-Μα καλό δίχως ελευθερία μπορεί να είναι καλό;

Ο σεβαστός Σύμβουλος πέφτει σε κάποια αμηχανία. Κι αναδιπλώνεται, θέλει να φανεί αρεστός και προτείνει αυτό που υποπτεύεται ότι θ’ αρέσει στο Θεό.
-Να σταλούν εκπρόσωποί σας για να τους συμβουλέψουν.
-Μα το μέτρο αυτό δοκιμάστηκε επανειλημμένα και απέτυχε.

Ο σεβαστός Σύμβουλος μπερδεύεται πάλι. Ωστόσο μια νέα ιδέα φωτίζει το μυαλό του.

-Να χορηγήσετε γενική αμνηστεία. Να βγείτε στον εξώστη του Ουρανού και ν’ ανακοινώσετε στους ανθρώπους ότι τους συγχωρείτε για την προσβολή που σας έκαναν και διαγράφετε τις αμαρτίες τους!

-Δεν μπορώ να το κάνω γιατί δεν αισθάνομαι θιγμένος από τα έργα τους. Αλλά κι αν έδινα γενική αμνηστεία, όπως προτείνεις, θα τους ωφελούσε; Πιστεύω πως όχι. Το πρόβλημα δεν είναι ν’ αποκαταστήσω τη σχέση μου με τους ανθρώπους. Ποτέ, άλλωστε, αυτή δε χάλασε. Αλλά ν’ αποκαταστήσουν οι ίδιοι τη σχέση τους με τον εαυτό τους. Στην περίπτωση, όμως, αυτή δεν έχουν τόσο αξία τα γενικά μέτρα που έρχονται απ’ έξω, όσο η αλλαγή των ανθρώπων που γίνεται μέσα τους, η σωστή επανατοποθέτηση του καθενός απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Σύμβουλος τα ‘χασε πλέον οριστικά. Και τότε σκέφτηκε να εφαρμόσει την παλιά, δοκιμασμένη τακτική του, που χρησιμοποιούσε σε δύσκολες στιγμές.

-Εσείς τι λέτε; Ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
-Λέω να στείλω το Γυιό μου στη γη.
-Απαράδεκτο! του ξέφυγε η λέξη αυθόρμητα. Ταυτόχρονα όμως ένιωσε ότι φέρθηκε με απρέπεια. Σπεύδει να διορθώσει το πράγμα.
-Ίσως, ήταν κάπως βιαστική η κρίση μου. Μάλλον δεν έχω αντίρρηση. Αλλά θα πρέπει να παρουσιαστεί με την ανάλογη εμφάνιση που επιβάλλει η θέση του.
-Δηλαδή, ποια;
-Ε, να! Να περιβληθεί, ας πούμε, μ’ ένα αστρικό σώμα και να συνοδεύεται από μια στρατιά αγγέλων.
-Δε θα εκβιάσει, όμως, έτσι τις ανθρώπινες συνειδήσεις;

Πάλι τα ίδια, σκέφθηκε ο Σύμβουλος με κάποιο εκνευρισμό. Έτσι ξαναγύρισε στη γνωστή του τακτική.
-Εσείς πώς βλέπετε αυτή την αποστολή;
-Σκέφτομαι να γίνει άνθρωπος!
Αστροπελέκι!
-Τι είπατε; Άνθρωπος; Μα αυτό είναι εντελώς ασυμβίβαστο με την αξία του. Δεν κρατήθηκε. Είναι αναξιοπρεπές. Και πάλι δεν κρατήθηκε. Πώς το σκεφτήκατε αυτό;
-Λέγοντας να γίνει άνθρωπος, δεν εννοώ να εμφανιστεί ως άνθρωπος, αλλά να υπάρξει άνθρωπος, να γεννηθεί από μια θνητή γυναίκα.

Μήπως με περιπαίζει; Σκέφτηκε φανερά ενοχλημένος ο καλός μας Σύμβουλος. Μήπως το κάνει για να ελέγξει τη νοημοσύνη μου;
-Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τη σκέψη σας, είπε με θιγμένη αξιοπρέπεια. Εννοείτε να περάσει από τη διαδικασία της ενδομήτριας ζωής, της γέννας, από την ασήμαντη βρεφική ηλικία από… Σταμάτησε από φρίκη. Τον συνέφερε κάπως η σκέψη πως ο Θεός πιθανόν να τον κοροϊδεύει. Τον κοιτάζει εξεταστικά με μια ματιά γεμάτη σημασία. Θα ‘θελε τουλάχιστον να μην πέσει η υπόληψή του.

Ο Θεός ένιωσε την κατάσταση του ανθρώπου. Ήταν κι αυτός όπως όλοι οι άλλοι. Αποκλεισμένος στο δικό του κόσμο. Ένας υπηρέτης που φρόντιζε μόνο «τα του Καίσαρος». Ωστόσο συνέχισε να του ξεδιπλώνει τη σκέψη του.
-Νομίζω ότι σωστά με καταλάβατε. Λέω να γεννηθεί από μια θνητή γυναίκα και μάλιστα να μη γεννηθεί στην Πρωτεύουσα, ούτε στα Ανάκτορα, αλλά σε μια ασήμαντη πόλη, στη Βηθλεέμ, ας πούμε, μέσα σ’ ένα σταύλο!

Το πράγμα είχε παραγίνει για το Σύμβουλο. Ένιωσε ότι τον περιπαίζουν. Αν προσπαθούσε τουλάχιστο να περισώσει το κύρος του!... Πήρε το πιο σοβαρό του ύφος και είπε:
-Επιθυμώ εξ ονόματος μου εξ ονόματος όλων των ανθρώπων να δηλώσω ότι διαφωνώ με την πρότασή σας. Παρακαλώ να γραφτεί στα πρακτικά.

Με τη δήλωση αυτή η σύσκεψη έληξε. Ο Θεός σηκώθηκε, τον ξεπροβόδισε μέχρι την πόρτα και τον χαιρέτησε, ευχαριστώντας τον για τη συνεργασία του. Ο Σύμβουλος έφυγε πολύ συγχυσμένος κι αναστατωμένος. Σε όλη τη διαδρομή του γυρισμού μια απορία τριβέλιζε το μυαλό του. Πώς μπόρεσε ο Θεός να σκεφτεί όλ’ αυτά, έστω και γι’ αστείο;

Ηλίας Βουλγαράκης
Από το βιβλίο
«Χριστούγεννα»
Εκδόσεις Ακρίτας

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Περί Πνευματικής Τράπεζας

Στα Μοναστήρια του Αγίου Όρους ακριβώς απέναντι από το Καθολικό ( Ιερός Ναός του Μοναστηριού ), βρίσκεται η τράπεζα ( ο χώρος που συντρώγουν μοναχοί και προσκυνητές ).
Αυτό δηλώνει την ενότητα σώματος και ψυχής. Ο άνθρωπος σε αυτή τη ζωή – ως ψυχοσωματική οντότητα - έχει ανάγκη από Πνευματική τροφή ( προσφέρεται στον Ναό ) και υλική τροφή ( προσφέρεται στην τράπεζα ).
Στην κοινωνία μας σήμερα κυριαρχεί ο ακρωτηριασμένος άνθρωπος. Ο άνθρωπος που παθολογικά κυνηγά την υλική τροφή. Ως υλική τροφή νοείται όχι μόνο το φαγητό, αλλά και η συσσώρευση του χρήματος, ο υπερκαταναλωτισμός σε ένδυση, αυτοκίνητα και τρόπο «διασκέδασης».
Την Πνευματική τροφή την έχει υποκαταστήσει η τηλεόραση, που δημιουργεί τον «νέο» ακρωτηριασμένο άνθρωπο, παθητικό δέκτη μηνυμάτων της εξουσίας που τον οδηγεί ως πρόβατον επί σφαγή.
Ο «νέος» πνευματικά ευνουχισμένος άνθρωπος, γίνεται μέσω των Μέσων Μαζικής Προπαγάνδας, το πρότυπο της νέας γενιάς.
Επειδή γλώσσα λανθάνουσα λέει την αλήθεια ο όρος Μέσα ΜΑΖΙΚΗΣ ενημέρωσης – προπαγάνδας, αποκαλύπτει ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ του ανθρώπου ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ και την αποθέωση του ΜΑΖΑΝΘΡΩΠΟΥ.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ο πλούτος της Ελλάδας μας

Μια επιστολή από τη μακρινή Ταϊβάν αποκαλύπτει τον πλούτο της χώρας μας. Η Ορθοδοξία μας ως πηγή Ζωής εκτιμάται εκεί αλλά όχι εδώ.
Η Πελαγία νιώθει λύπη γιατί ΔΕΝ είναι Ελληνίδα και εμάς κάνουν αγώνα, να μας πείσουν ότι πρέπει να ντρεπόμαστε γιατί είμαστε Έλληνες.
Ευτυχώς όμως που πάντα υπήρχαν και υπάρχουν οι ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ που θα διασώζουν αυτό τον τόπο.
Βλέπουμε στις μέρες μας το επίσημο Ελληνικό Κράτος να ΔΙΩΚΕΙ την εκκλησία – Ορθοδοξία.
Νέο- οθωμανοί με Ελληνικό διαβατήριο με τη σκαπάνη ανά χείρας κατεδαφίζουν καθημερινά Ελλάδα και Ορθοδοξία ( εκπομπή ΣΚΑΪ 1821 )
περισσότερα